καταπνιγμός

καταπνιγμός
καταπνιγμός, ὁ (Α) [καταπνίγω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταπνίγω, η κατάπνιξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”